Σάββατ ο πρωί, η μικρή μας φίλη κάθεται στη σκιά ενός ξεχασμένου δένδρου στην αυλή. Μόνη, στη σιωπή. Κανείς δεν ξύπνησε ακόμη. Βλέπει τους γονείς της. Τρέχει κοντά τους, να τους αγκαλιάσει με το πιο ζεστό, το πιο γλυκό χαμόγελό της. Μαμά!! Μπαμπά!! Πάμε να παίξουμε!! Καμία αντίδραση. Πάμε! Έκανα ό,τι μου είπαν. Ανέβηκα στην καρέκλα που χορεύει, να καθαρίσω το μεγάλο τραπέζι. Τα πήγα όλα μέσα, στο δωμάτιο με τις σκιές. Σιωπή. Δεν κλαίω πια. Δεν έκλαψα όταν έσπασε το παράθυρο πάνω και άναψαν τα φώτα έξω. Μπήκα κάτω από το κρεβάτι. Με την κουβέρτα, να μην βλέπω. Γιατί δε μου μιλάτε πια; Καμία αντίδραση. Η μαμά και ο μπαμπάς είναι μια ζωγραφιά, σε τοίχο ενός κτιρίου για του πολέμου ορφανά. Για την κραυγή αγωνίας «γιατί δε μου μιλάτε πια» Μία ιστορία αφιερωμένη στην Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων. Στους ανθρώπους που στο πέρασμα του χρόνου είδαν τα όνειρά τους να ξεριζώνονται.
Κ άτι προσπαθούσε να γράψει στον υπολογιστή, κάποιο μήνυμα που ήθελε να στείλει εκείνη τη στιγμή, όμως τα χέρια της δεν τη βοηθούσαν, έτρεμαν. Σηκώθηκε να κάνει ένα διάλειμμα, να σταθεί δίπλα στο παράθυρο του γραφείου της, το αγαπημένο της σημείο στο σπίτι, αυτό που έβλεπε στο άναρχο πράσινο της αυλής. Εκεί στέκονταν το πρωί όταν ανέτειλε ο ήλιος, με μια ζεστή κούπα καφέ στα χέρια, περιμένοντας τα μάτια να ανοίξουν για δράση. Εκεί στέκονταν το βράδυ, με την ίδια κούπα στα χέρια, αυτή τη φορά με την ελπίδα οι σκέψεις να πέσουν για ύπνο πρώτες. Από το παράθυρο του γραφείου, κοιτώντας ψηλά, μπορούσε σήμερα να δει ένα γκρι σύννεφο. «Τα γκρι σύννεφα φέρνουν βροχή» σκέφτηκε. Στο μεγάλο αυτό σύννεφο μπορούσε να διακρίνει ανθρώπινες μορφές, θολές. «Ποιοι θα μπορούσαν να είναι;» αναρωτήθηκε σιωπηλά. Να ήταν οι γειτόνισσες της απέναντι πολυκατοικίας, στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, που ξέρουν τα πάντα για τους πάντες; Έτσι εξηγείται! Που ξέρουν και κουτσομπολεύουν τον γείτονα ...