Σάββατο πρωί, η μικρή μας φίλη κάθεται στη σκιά ενός ξεχασμένου δένδρου στην αυλή. Μόνη, στη σιωπή. Κανείς δεν ξύπνησε ακόμη.
Βλέπει τους γονείς της. Τρέχει κοντά τους, να τους αγκαλιάσει με το πιο ζεστό, το πιο γλυκό χαμόγελό της.
Μαμά!! Μπαμπά!! Πάμε να παίξουμε!!
Καμία αντίδραση.
Πάμε! Έκανα ό,τι μου είπαν. Ανέβηκα στην καρέκλα που χορεύει, να καθαρίσω το μεγάλο τραπέζι. Τα πήγα όλα μέσα, στο δωμάτιο με τις σκιές.
Σιωπή.
Δεν κλαίω πια. Δεν έκλαψα όταν έσπασε το παράθυρο πάνω και άναψαν τα φώτα έξω. Μπήκα κάτω από το κρεβάτι. Με την κουβέρτα, να μην βλέπω. Γιατί δε μου μιλάτε πια;
Καμία αντίδραση.
Η μαμά και ο μπαμπάς είναι μια ζωγραφιά, σε τοίχο ενός κτιρίου για του πολέμου ορφανά.
Για την κραυγή αγωνίας «γιατί δε μου μιλάτε πια»
Μία ιστορία αφιερωμένη στην Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων. Στους ανθρώπους που στο πέρασμα του χρόνου είδαν τα όνειρά τους να ξεριζώνονται.
Ποιος άραγε λογαριάζει τους πονεμένους ανθρώπους και τις πληγές των παιδιών που χάσκουν. Τα γεράκια του πολέμου και οι ευτελείς ραγιάδες, που τους συνοδεύουν στο χορό του θανάτου, καλά κρατούν τους χορούς τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒρωμάει και ζέχνει μπόχα ο κόσμος τους.
Την καλησπέρα μου, Τζοάννα.
Αυτό είναι το ερώτημα, θα πω, ποιος άραγε από αυτούς που λαμβάνουν αποφάσεις για το μέλλον του κόσμου λογαριάζει τον ανθρώπινο πόνο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα με δύναμη
Τα παιδιά, μόνο τα παιδιά σκέφτομαι Τζοάννα μου. Αυτά υποφέρουν χωρίς να φταίνε. Από όλους που τα εκμεταλλεύονται, που τα θεωρούν αναλώσιμα, που τα αφήνουν να πεθάνουν από την πείνα. Κι αυτή η φράση....''γιατί δεν μου μιλάτε πια;;'' τσεκουριά στην καρδιά ειναι. Τι να πεις; Τι να εξηγήσεις σ'αυτά τα αγνά παιδιά που ενηλικιώθηκαν με τον πρώτο αχό του πολέμου;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή σου εβδομάδα Τζοάννα μου