Κ άτι προσπαθούσε να γράψει στον υπολογιστή, κάποιο μήνυμα που ήθελε να στείλει εκείνη τη στιγμή, όμως τα χέρια της δεν τη βοηθούσαν, έτρεμαν. Σηκώθηκε να κάνει ένα διάλειμμα, να σταθεί δίπλα στο παράθυρο του γραφείου της, το αγαπημένο της σημείο στο σπίτι, αυτό που έβλεπε στο άναρχο πράσινο της αυλής. Εκεί στέκονταν το πρωί όταν ανέτειλε ο ήλιος, με μια ζεστή κούπα καφέ στα χέρια, περιμένοντας τα μάτια να ανοίξουν για δράση. Εκεί στέκονταν το βράδυ, με την ίδια κούπα στα χέρια, αυτή τη φορά με την ελπίδα οι σκέψεις να πέσουν για ύπνο πρώτες. Από το παράθυρο του γραφείου, κοιτώντας ψηλά, μπορούσε σήμερα να δει ένα γκρι σύννεφο. «Τα γκρι σύννεφα φέρνουν βροχή» σκέφτηκε. Στο μεγάλο αυτό σύννεφο μπορούσε να διακρίνει ανθρώπινες μορφές, θολές. «Ποιοι θα μπορούσαν να είναι;» αναρωτήθηκε σιωπηλά. Να ήταν οι γειτόνισσες της απέναντι πολυκατοικίας, στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, που ξέρουν τα πάντα για τους πάντες; Έτσι εξηγείται! Που ξέρουν και κουτσομπολεύουν τον γείτονα ...